- φακᾶς
- φακῆdish of lentilsfem acc pl (attic doric)φακῆdish of lentilsfem gen sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φακάς — ὁ, Α 1. αυτός που έχει φακίδες, φακιδιάρης 2. σκωπτική προσωνυμία τού Διοσκουρίδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φακός + κατάλ. ᾶς (πρβλ. φαγ ᾶς)] … Dictionary of Greek
ρόπτρο — τὸ / ῥόπτρον, ΝΜΑ βαρύ, κινητό μεταλλικό εξάρτημα, προσαρμοσμένο στο ένα του άκρο στην εξώπορτα τού σπιτιού για το χτύπημα τής εξώθυρας («νῡν δὲ καὶ ῥόπτρων χέρας ἡδέως ἐκκρηνάμεσθα», Ευρ.) αρχ. 1. ραβδί, ρόπαλο με εξόγκωμα στο άνω μέρος («Δίκης… … Dictionary of Greek
φάκοψις — όψεως, ὁ, ἡ, ΜΑ φακοφόρος*, φακᾱς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φακός + ὄψις] … Dictionary of Greek
φακώδης — ῶδες, Α [φακός] φακοφόρος*, φακᾱς* … Dictionary of Greek